διαζευκτικός — disjunctive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικός — ή, ό (Α διαζευκτικός, ή, όν) [διαζευγνύω] 1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει 2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος … Dictionary of Greek
διαζευκτικός — ή, ό αυτός που διαχωρίζει, που διαλύει: Διαζευκτικοί σύνδεσμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαζευκτικά — διαζευκτικός disjunctive neut nom/voc/acc pl διαζευκτικά̱ , διαζευκτικός disjunctive fem nom/voc/acc dual διαζευκτικά̱ , διαζευκτικός disjunctive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικῶν — διαζευκτικός disjunctive fem gen pl διαζευκτικός disjunctive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικόν — διαζευκτικός disjunctive masc acc sg διαζευκτικός disjunctive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικαῖς — διαζευκτικός disjunctive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικαί — διαζευκτικός disjunctive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικοῖς — διαζευκτικός disjunctive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικοί — διαζευκτικός disjunctive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζευκτικοῦ — διαζευκτικός disjunctive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)